ἁρπακτικός — rapacious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπακτικός — και χτικός, ή, ό (AM ἁρπακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένο αρχ. «ἁρπακτικὸς πυρός» αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος … Dictionary of Greek
ἁρπακτικά — ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc pl ἁρπακτικά̱ , ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc/acc dual ἁρπακτικά̱ , ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικώτερον — ἁρπακτικός rapacious adverbial comp ἁρπακτικός rapacious masc acc comp sg ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικῶν — ἁρπακτικός rapacious fem gen pl ἁρπακτικός rapacious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικόν — ἁρπακτικός rapacious masc acc sg ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικαῖς — ἁρπακτικός rapacious fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικαί — ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικοῖς — ἁρπακτικός rapacious masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικοί — ἁρπακτικός rapacious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)